Η γονοκοκκική λοίμωξη οφείλεται σε μικρόβιο, τον διπλόκοκκο της γονόρροιας (Neisseria gonorrheae), και προσβάλλει συνήθως τους βλεννογόνους και τους αδένες του ουρογεννητικού συστήματος.
Συνήθεις θέσεις εντόπισης είναι η ουρήθρα, ο τράχηλος της μήτρας, το ορθό αλλά και ο φάρυγγας, και οι επιπεφυκότες. Γονοκοκκική επιπεφυκίτιδα εμφανίζεται συνήθως σε νεογνά που γεννήθηκαν με κολπικό τοκετό από πάσχουσες μητέρες.
Τρόπος μετάδοσης η σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλακτικό, αλλά και η επαφή με μολυσμένα χέρια, γι’ αυτό και επιβάλλεται καλό πλύσιμο των χεριών μετά το άγγιγμα της πάσχουσας περιοχής.
Έως και δέκα μέρες μετά τη μόλυνση παρουσιάζεται καύσος κατά την ούρηση, συχνοουρία και πυώδης έκκριση και επώδυνη διόγκωση των βαρθολίνειων αδένων (βαρθολινίτιδα). Αν έχει μολυνθεί το ορθό εμφανίζεται κνησμός, εσωτερικό άλγος και έκκριμα.
Η διάγνωση γίνεται με εξέταση του εκκρίματος, και η αντιμετώπιση εξαρτάται από τον χρόνο που πέρασε από τη μόλυνση. Στις παραμελημένες περιπτώσεις (δημιουργία πυοσαλπίγγων, σαλπιγγοωοθηκικών αποστημάτων και πυελοπεριτονίτιδας) χρειάζεται χορήγηση ισχυρής αντιβίωσης.