Η σύφιλη οφείλεται στον μικροοργανισμό ωχρά σπειροχαίτη (treponema pallidum). Μεταδίδεται με άμεση επαφή με τις βλάβες του δέρματος ή των βλεννογόνων και τις εκκρίσεις (σίελο, σπέρμα, κολπικά υγρά) κατά τη σεξουαλική επαφή. Μετάδοση μπορεί να γίνει και με μετάγγιση αίματος, αν ο δότης βρίσκεται στα πρώτα στάδια της νόσου.
Η σπειροχαίτη περνάει τον πλακούντα προς το έμβρυο λίγο πριν από το τέλος του τέταρτου μήνα της εγκυμοσύνης. Γι’ αυτό αν γίνει έγκαιρα διάγνωση και θεραπεία, πριν από το διάστημα αυτό, η μόλυνση του εμβρύου προλαμβάνεται. Αν το έμβρυο προσβληθεί, μπορεί να έχουμε αποβολή, ενδομήτριο θάνατο ή γέννηση παιδιού με συγγενή σύφιλη. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάρχουν πολλαπλές αλλοιώσεις στο δέρμα (πέλματα-παλάμες), στη μύτη (καταστροφή των ρινικών οστών), βλάβες στη μόνιμη οδοντοφυΐα, κώφωση και νευρολογικές καθώς και οστικές αλλοιώσεις.
Η επώαση της νόσου διαρκεί από 9-90 ημέρες με μέσο όρο τις 21 ημέρες. Κατά τον 21ο αιώνα παρατηρείται έξαρση της συχνότητας της σύφιλης στην Ευρώπη. Για παράδειγμα, στη Βρετανία δεκαπλασιάστηκε τη δεκαετία 1996-2006.
Είναι νόσος με χρόνια διαδρομή που μπορεί να προσβάλλει όλα τα όργανα και συστήματα του οργανισμού. Περιλαμβάνει τέσσερα στάδια, την πρωτογενή σύφιλη όπου στο σημείο της μόλυνσης (συνήθως γεννητική περιοχή) σχηματίζεται σκληρό έλκος ανώδυνο. Εξάνθημα γενικευμένο και συμμετρικό εμφανίζεται 6-8 εβδομάδες μετά την εμφάνιση του σκληρού «έλκους», πιθανόν να συνοδεύεται από πυρετό, αδιαθεσία και κεφαλαλγία. Αυτή η κατάσταση συνιστά τη δευτερογενή σύφιλη.
Ακολουθεί η λανθάνουσα φάση η οποία χαρακτηρίζεται από απουσία συμπτωμάτων αλλά θετικές συφιλιδικές ορολογικές εξετάσεις (εξετάσεις αίματος). Τέλος, 3-10 χρόνια μετά την αρχική λοίμωξη, εμφανίζεται η τριτογενής σύφιλη με βλάβες στο δέρμα, τους βλεννογόνους, τα οστά, τους μύες ή τα σπλάχνα. Χαρακτηριστικότερες μορφές της η καρδιαγγειακή σύφιλη και η νευροσύφιλη.
Η θεραπεία πραγματοποιείται στις μέρες μας με λήψη πενικιλίνης και σε περιπτώσεις ατόμων αλλεργικών σε αυτή με δοξυκυκλίνη ή ερυθρομυκίνη. Μετά τη λήξη της θεραπείας είναι απαραίτητο να παρακολουθείται ο ασθενής για διάστημα έως και 2 ετών.