Ο έρπης των γεννητικών οργάνων είναι μια σεξουαλικώς μεταδιδόμενη ιογενής λοίμωξη, η οποία προκαλείται από τον ιό του απλού έρπη τύπου 1 (HSV 1) και του τύπου 2 (HSV 2). Ο HSV 2 αποτελεί την κύρια αιτία του έρπη των γεννητικών οργάνων, ενώ ο HSV 1 προκαλεί κυρίως τον επιχείλιο έρπη. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση των περιπτώσεων έρπη γεννητικών οργάνων που προκαλούνται από τον HSV 1, γεγονός που αποδίδεται στην αύξηση των στοματογεννητικών επαφών.
Η ερπητική αυτή λοίμωξη έχει ως επιπτώσεις ψυχολογικές διαταραχές, κυρίως όταν έχουμε συχνές υποτροπές, τριπλασιάζει τον κίνδυνο μετάδοσης του AIDS και τέλος μπορεί να μεταδοθεί από τη μητέρα στο παιδί κατά την κύηση και τον τοκετό. Ο νεογνικός έρπης ενδέχεται να προκαλέσει νευρολογικές επιπλοκές ή και θάνατο, ακόμη και αν η φαρμακευτική αγωγή αρχίσει αμέσως.
Ο HSV μεταδίδεται μέσω στενής επαφής με άτομο μολυσμένο από αυτόν, αποβάλλεται δε από το δέρμα ή στις εκκρίσεις των γεννητικών οργάνων.
Η λοίμωξη συχνά είναι τελείως ασυμπτωματική ή εκδηλώνεται με μη χαρακτηριστική κλινική εικόνα, οπότε η διάγνωση διαφεύγει. Η μετάδοση του ιού είναι δυνατή ακόμα και όταν δεν υπάρχουν κλινικές εκδηλώσεις της νόσου, και οφείλεται σε ασυμπτωματική απόπτωσή του. Ο κίνδυνος μετάδοσης είναι μεγαλύτερος από άνδρες σε γυναίκες. Η χρήση προφυλακτικού σαφώς και μειώνει την πιθανότητα μετάδοσης.
Ο HSV μεταδίδεται μέσω στενής επαφής με άτομο μολυσμένο από αυτόν, αποβάλλεται δε από το δέρμα ή στις εκκρίσεις των γεννητικών οργάνων. Ο ιός εισέρχεται στο σώμα από μικροτραυματισμούς του δέρματος ή και του βλεννογόνου. Ανά διαστήματα ο ιός μπορεί να δραστηριοποιείται, με συνέπεια κλινική υποτροπή της νόσου ή και ασυμπτωματική παρουσία του.
Η κλινική εικόνα του πρώτου επεισοδίου της λοίμωξης είναι πολύ βαρύτερη από αυτή των υποτροπών. Εμφανίζονται αμφοτερόπλευρες, ερυθηματώδεις, συρρέουσες φυσαλίδες στα έξω γεννητικά όργανα, περιπρωκτικά, στους γλουτούς ή στο άνω τμήμα των μηρών, 4-7 ημέρες μετά την έκθεση στον ιό. Συνυπάρχουν άλγος, κνησμός, αίσθημα καύσου και δυσουρία.
Συχνά συνυπάρχει πυρετός, κεφαλαλγία, μυαλγίες και βουβωνική λεμφαδενοπάθεια. Στη συνέχεια, οι φυσαλίδες ρήγνυνται και σχηματίζουν έλκη τα οποία επουλώνονται χωρίς τη δημιουργία ουλών. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με την ανίχνευση αντισωμάτων στον ορό. Τα αντιιικά φάρμακα μειώνουν τη βαρύτητα και τη διάρκεια των συμπτωμάτων. Μπορεί να χορηγηθούν και μακροχρόνια ως κατασταλτική αγωγή, ώστε να μειώσουν τη συχνότητα των υποτροπών. Ωστόσο, τα φάρμακα αυτά δεν εκριζώνουν τη λοίμωξη.