Το AIDS «Aquired Immure Deficiency Syndrome», Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας, οφείλεται στον ιό HIV, ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας.
Η νόσος αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά το 1981, παρουσιάζοντας μεγάλη εξάπλωση ιδιαίτερα μεταξύ ομοφυλοφίλων. Στις μέρες μας έχει εξελιχθεί σε μείζονα επιδημία σε παγκόσμια κλίμακα.
Η προσβολή του οργανισμού από τον ιό αυτό έχει ως αποτέλεσμα την καταστολή του ανοσολογικού συστήματος, λόγω βλάβης των λεμφοκυττάρων, συνεπώς ο ανθρώπινος οργανισμός αδυνατεί να καταπολεμήσει τις διάφορες λοιμώξεις ή να εμποδίσει την ανάπτυξη νεοπλασμάτων, με τελική έκβαση τον θάνατο.
Η μόλυνση μπορεί να γίνει με τη σεξουαλική επαφή, που σχεδόν πάντα δημιουργεί μικροτραυματισμούς, με μετάγγιση μολυσμένου αίματος ή παραγώγων του, με τη χρήση βελόνων ή άλλων αιχμηρών εργαλείων που δεν αποστειρώνονται, καθώς και από τη μητέρα στο έμβρυο μέσω του ομφαλίου λώρου, κατά τον τοκετό, καθώς και κατά τον θηλασμό.
Η διάγνωση της νόσου βασίζεται σε εξετάσεις αίματος όπως αυτές που ανιχνεύουν αντισώματα κατά του ιού.
Η θεραπεία έγκειται σε φάρμακα που αναστέλλουν τον πολλαπλασιασμό του ιού επεμβαίνοντας σε διάφορες φάσεις του κύκλου της ζωής του. Χρησιμοποιούνται πάντοτε θεραπείες σε συνδυασμούς.